Ιούλιος Γάιος Ιούλιος

Ιούλιος Γάιος Ιούλιος
(5ος αι. μ.Χ.). Ρωμαίος ύπατος. Το 447 μ.Χ. εμπόδισε τους δημάρχους να λάβουν μέτρα εναντίον των ευγενών και το 435 μ.Χ. αντιμετώπισε τους Ουκιενταντούς, οι οποίοι εκείνη τη χρονιά έκαναν επιδρομές στο έδαφος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Συνολικά αναδείχθηκε τρεις φορές στο αξίωμα του ύπατου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γάιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής: 1. Γ. Γράκχος. Βλ. λ. Γράκχοι. 2. Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός Γ. Βλ. λ. Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός. 3. Κορνήλιος Γάλλος Γ. (69 π.Χ. – 26 π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Διετέλεσε κυβερνήτης… …   Dictionary of Greek

  • Ιούλιος Καίσαρ — Βλ. λ. Καίσαρ, Γάιος Ιούλιος …   Dictionary of Greek

  • Καίσαρ, Γάιος Ιούλιος — (Gaius Julius Caesar, Ρώμη 100 – 44 π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός, πολιτικός, συγγραφέας και δικτάτορας της Ρώμης. Καταγόταν από το Ιούλιο γένος. Από τον θείο του, Μάριο, προσηλυτίστηκε στο πολιτικό στρατόπεδο των πληβείων. Η τοποθέτησή του στο πλευρό …   Dictionary of Greek

  • Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός — (Gaius Julius Caesar Octavianus Augustus, Ρώμη 63 π.Χ. – Νόλα 14 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Ήταν γιος του Γάιου Οκτάβιου και της Αττίας, ανιψιάς του Καίσαρα, ο οποίος τον υιοθέτησε (45 π.Χ.) και τον όρισε με διαθήκη κληρονόμο του. Όταν πέθανε ο …   Dictionary of Greek

  • Καλιγούλας, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Γερμανικός — (Gaius Julius Caesar Germanicus Caligula, Άντιο 12 μ.Χ. – Ρώμη 41 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (37 41 μ.Χ.). Γιος του Γερμανικού και της Αγριππίνας, ήταν ο τρίτος Ρωμαίος αυτοκράτορας μετά τον Αύγουστο και τον Τιβέριο. Το όνομα Κ. προέρχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Σολίνος Γάιος Ιούλιος — Λατίνος συγγραφέας, που έζησε τον 3o αι. μ.Χ. Σώζεται έργο του με τον τίτλο Συλλογή αξιομνημόνευτων, που είναι ουσιαστικά μια επιτομή της Φυσικής Ιστορίας του Πλίνιου …   Dictionary of Greek

  • Υγίνος, Γάιος Ιούλιος — Ρωμαίος γραμματικός από την Ιβηρία, (64 π.Χ. – 17 μ.Χ.). Υπήρξε ένας από τους πολυμαθέστερους της εποχής του, και ο Αύγουστος τον διόρισε επικεφαλής της βιβλιοθήκης του, στο Παλατίνο (28 π.Χ.). Έγραψε Υπομνήματα εις Βιργίλιον, αποσπάσματα των… …   Dictionary of Greek

  • Φιλόπαππος, Γάιος Ιούλιος Αντίοχος — Συριακής καταγωγής, εγγονός του τελευταίου βασιλιά της Κομμαγηνής Αντίοχου Δ’ του Επιφανούς. Μεταξύ 75 – 76 και 87 – 88 μ.Χ., υπήρξε αγωνοθέτης στην Αθήνα και Αθηναίος πολίτης. Από αυτόν πήρε το όνομά του ο λόφος των Μουσών που βρίσκεται απέναντι …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • καίσαρ — I Επώνυμο Ρωμαίων του Ιουλίου γένους. 1. Ιούλιος Κ. Βλ. λ. Καίσαρ, Γάιος Ιούλιος. 2. Σέξτος Ιούλιος (3ος αι. π.Χ.). Υπήρξε πραίτορας το 268 π.Χ. και διοικητής της Σικελίας το 267. 3. Λεύκιος Ιούλιος (1ος αι. π.Χ.). Έγινε ύπατος το 90 π.Χ. Στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”